Oxford Spanish Dictionary
meditative [αμερικ ˈmɛdəˌteɪdɪv, βρετ ˈmɛdɪˌtətɪv, ˈmɛdɪˌteɪtɪv] ΕΠΊΘ
- meditative person/mood
-
- meditative person/mood
-
- meditative essay/speculation
-
- meditativo (meditativa)
- meditative
στο λεξικό PONS
- meditabundo (-a)
- meditative
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.