στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
laughing gas [βρετ, αμερικ ˈlæfɪŋ ˌɡæs] ΟΥΣ
I. laugh [βρετ lɑːf, αμερικ læf] ΟΥΣ
1. laugh (amused noise):
2. laugh (source of amusement):
II. laugh [βρετ lɑːf, αμερικ læf] ΡΉΜΑ μεταβ
III. laugh [βρετ lɑːf, αμερικ læf] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. laugh (be audibly amused):
2. laugh (feel amused):
IV. laugh [βρετ lɑːf, αμερικ læf]
I. gas <πλ gases, gasses> [βρετ ɡas, αμερικ ɡæs] ΟΥΣ
1. gas (fuel):
3. gas ΙΑΤΡ (anaesthetic):
4. gas ΣΤΡΑΤ:
6. gas αμερικ (accelerator):
-
- acceleratore αρσ
II. gas <forma in -ing gassing, παρελθ, μετ παρακειμ gassed> [βρετ ɡas, αμερικ ɡæs] ΡΉΜΑ μεταβ ΣΤΡΑΤ
III. gas <forma in -ing gassing, παρελθ, μετ παρακειμ gassed> [βρετ ɡas, αμερικ ɡæs] ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. to gas oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
laughing gas ΟΥΣ οικ
I. laugh [læf] ΟΥΣ
II. laugh [læf] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. gas <-s(s)es> [gæs] ΟΥΣ
| I | laugh |
|---|---|
| you | laugh |
| he/she/it | laughs |
| we | laugh |
| you | laugh |
| they | laugh |
| I | laughed |
|---|---|
| you | laughed |
| he/she/it | laughed |
| we | laughed |
| you | laughed |
| they | laughed |
| I | have | laughed |
|---|---|---|
| you | have | laughed |
| he/she/it | has | laughed |
| we | have | laughed |
| you | have | laughed |
| they | have | laughed |
| I | had | laughed |
|---|---|---|
| you | had | laughed |
| he/she/it | had | laughed |
| we | had | laughed |
| you | had | laughed |
| they | had | laughed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.