στο λεξικό PONS
zu·letzt [tsuˈlɛtst] ΕΠΊΡΡ
1. zuletzt (als Letzter):
3. zuletzt (zum letzten Mal):
- zuletzt
-
-
- zuletzt
-
- zuletzt
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
zuletzt abgeschlossen phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- zuletzt abgeschlossen
-
-
- zuletzt abgeschlossen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.