στο λεξικό PONS
path [pɑ:θ, αμερικ pæθ] ΟΥΣ
1. path (way):
2. path (direction):
3. path μτφ (course):
6. path (in a communications network):
ˈbeam path ΟΥΣ ΦΥΣ
-
- Strahlengang αρσ
ˈac·cess path ΟΥΣ Η/Υ
dis·tri·ˈbu·tion path ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
ˈpath-breaking ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
adjustment path ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
path-breaking ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
growth path ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Wachstumspfad αρσ
issuing path ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Emissionsweg αρσ
access path ΟΥΣ IT
-
- Zugriffspfad αρσ
distribution path ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
equilibrium path ΟΥΣ CTRL
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
vehicle path ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
swept path
vehicle swept path
right turn path ΥΠΟΔΟΜΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.