στο λεξικό PONS
I. safe [seɪf] ΕΠΊΘ
1. safe (secure):
2. safe (protected):
3. safe (certain):
4. safe (avoiding risk):
5. safe (dependable):
ιδιωτισμοί:
ˈdishwasher safe ΕΠΊΘ αμετάβλ κατηγορ
ˈfood-safe ΕΠΊΘ
food-safe container, material, plastic:
ˈfail-safe ΕΠΊΘ αμετάβλ ΤΕΧΝΟΛ, Η/Υ
ˈnight safe ΟΥΣ βρετ
safe mode ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
safe ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
safe custody ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
safe custody of securities ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
safe custody services ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
safe deposit box ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
safe interest rate ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
night-safe box ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
-
- Geldbombe θηλ
automatic point of sale safe deposit vault ΟΥΣ E-COMM
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.