was·ser·fest ΕΠΊΘ
1. wasserfest (für Wasser undurchlässig):
- wasserfest
-
2. wasserfest → wasserdicht
was·ser·dicht ΕΠΊΘ
1. wasserdicht (kein Wasser eindringen lassend):
2. wasserdicht αργκ (nicht zu erschüttern):
ιδιωτισμοί:
- etw wasserdicht machen αργκ
-
- waterproof colour
- wasserfest
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.