ˈwa·ter·tight [ˈwɔ:tətaɪt, αμερικ ˈwɑ:t̬ɚ-] ΕΠΊΘ
1. watertight (impermeable):
- watertight
-
2. watertight μτφ (not allowing doubt):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.