στο λεξικό PONS
I. si·cher [ˈzɪçɐ] ΕΠΊΘ
1. sicher (gewiss):
2. sicher (ungefährdet):
3. sicher (zuverlässig):
4. sicher (geübt):
II. si·cher [ˈzɪçɐ] ΕΠΊΡΡ
Quel·le <-, -n> [ˈkvɛlə] ΟΥΣ θηλ
1. Quelle ΓΕΩΓΡ (Ursprung eines Wasserlaufes):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.