στο λεξικό PONS
Aus·fall <-s, -fäl·le> ΟΥΣ αρσ
1. Ausfall ΟΙΚΟΝ:
2. Ausfall ΣΤΡΑΤ (Verlust):
- Ausfall
-
- Ausfall
-
3. Ausfall:
4. Ausfall kein πλ:
- Ausfall (das Nichtstattfinden)
-
-
- Ausfall αρσ <-(e)s, -fäl·le>
-
- Ausfall αρσ <-(e)s, -fäl·le>
-
- Ausfall einer Veranstaltung wegen Regen
-
- Ausfall αρσ <-(e)s, -fäl·le>
-
- Ausfall αρσ <-(e)s, -fäl·le>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ausfall ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Ausfall (Versagen, Ausbleiben von Leistungen)
-
Ausfall ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Ausfall (Nichterfüllung)
-
- Ausfall (Nichterfüllung)
-
-
- Ausfall αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Ausfall
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.