Aus·bruch <-(e)s, -brü·che> ΟΥΣ αρσ
1. Ausbruch (das Ausbrechen):
2. Ausbruch ΣΤΡΑΤ (Durchbruch):
- Ausbruch
-
3. Ausbruch (Beginn):
- Ausbruch
-
5. Ausbruch οικ (Entladung):
-
- Ausbruch αρσ <-(e)s, -brü·che>
-
- Ausbruch αρσ <-(e)s, -brü·che> a. μτφ
-
- Ausbruch αρσ <-(e)s, -brü·che>
-
- Ausbruch αρσ <-(e)s, -brü·che>
-
- Ausbruch αρσ <-(e)s, -brü·che>
-
- erneuter Ausbruch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.