ripe [raɪp] ΕΠΊΘ
1. ripe (ready to eat):
- ripe fruit, grain
-
2. ripe (matured):
- ripe cheese, wine
-
3. ripe (intense):
- ripe flavour, smell
-
7. ripe προσδιορ (advanced):
-
- ripe
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.