ripe [raɪp] ΕΠΊΘ
1. ripe (ready to eat):
- ripe fruit, grain
-
3. ripe (intense):
- ripe flavour, smell
-
- ripe flavour, smell
-
4. ripe ΖΩΟΛ:
- ripe insect, fish
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.