στο λεξικό PONS
ver·läss·lich, ver·läß·lichπαλαιότ [fɛɐ̯ˈlɛslɪç] ΕΠΊΘ
- verlässlich
-
-
- verlässlich
-
- verlässlich
-
- verlässlich
-
- verlässlich
-
- verlässlich
-
- verlässlich
-
- verlässlich
-
- verlässlich
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- verlässlich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.