στο λεξικό PONS
Ver·lang·sa·mung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
2. Verlangsamung (das Verlangsamen):
-
- Verlangsamung θηλ <-, -en>
-
- Verlangsamung θηλ <-, -en>
- slackening of speed
- Verlangsamung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Verlangsamung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Verlangsamung
-
- Verlangsamung
-
-
- Verlangsamung θηλ
-
- Verlangsamung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.