στο λεξικό PONS
ˈslow·down ΟΥΣ
1. slowdown ΟΙΚΟΝ (business activity):
- slowdown
-
- economic slowdown
-
2. slowdown αμερικ ΟΙΚΟΝ (go-slow):
- slowdown
-
-
- economic slowdown
-
- slowdown in investment
-
- economic slowdown
-
- slowdown
-
- slowdown in investments
- Verlangsamung des Preisauftriebs ΕΜΠΌΡ
- price slowdown
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
slowdown in activity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- economic slowdown