στο λεξικό PONS


I. dia·mond [ˈdaɪəmənd] ΟΥΣ
1. diamond (stone):
3. diamond ΤΡΆΠ:
dia·mond an·ni·ˈver·sary ΟΥΣ
ˈdia·mond cut·ter ΟΥΣ
dia·mond ˈju·bi·lee ΟΥΣ esp βρετ
ˈdia·mond mine ΟΥΣ
-
- Diamantenmine θηλ


-
- diamonds πλ
-
- diamonds πλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»


diamond interchange ΥΠΟΔΟΜΉ


- Malteserkreuz ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- Raute ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.