στο λεξικό PONS
Spiel·kar·ten·steu·er ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Spiel·kar·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ τυπικ
Spiel·ka·me·rad(in) <-en, -en; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Spielkamerad → Spielgefährte
Spiel·ge·fähr·te (-ge·fähr·tin) <-n, -n; -, -nen> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Spielgefährte (-ge·fähr·tin)
-
Schau·spiel·kar·ri·e·re <-, -n> ΟΥΣ θηλ
mal·ven·far·ben [ˈmalvən-] ΕΠΊΘ
Zet·tel·kar·tei ΟΥΣ θηλ
oran·gen·far·ben [oˈrã:ʒn̩-] ΕΠΊΘ
Le·bens·mit·tel·kar·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Se·gel·kar·te ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kreditkartenfirma ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.