Spiel·ka·me·rad(in) <-en, -en; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Spielkamerad → Spielgefährte
Spiel·ge·fähr·te (-ge·fähr·tin) <-n, -n; -, -nen> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Spielgefährte (-ge·fähr·tin)
-
-
- Spielkamerad(in) αρσ (θηλ) <-en, -en; -, -nen>
-
- Spielkamerad(in) αρσ (θηλ) <-en, -en; -, -nen>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.