στο λεξικό PONS
Fah·rer(in) <-s, -> [ˈfa:rɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Fahrer (Autofahrer):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Fahrer (ÖPNV)
- mitkassierender Fahrer ΔΗΜ ΣΥΓΚ
-
- mitkassierender Fahrer ΔΗΜ ΣΥΓΚ
-
- mitkassierender Fahrer ΔΗΜ ΣΥΓΚ
-
- mitkassierender Fahrer ΔΗΜ ΣΥΓΚ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.