I. ab·seits [ˈapzaits] ΕΠΊΡΡ
Ab·seits <-, -> [ˈapzaits] ΟΥΣ ουδ
2. Abseits (ausweglose Situation):
-
- abseits
-
- abseits
-
- Abseits ουδ <-, ->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.