lat·ticed [ˈlætɪst, αμερικ ˈlæt̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- latticed
-
- latticed
-
I. lat·tice [ˈlætɪs, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. lattice (wooden or metal structure):
2. lattice ΜΑΓΕΙΡ (on a pie):
-
- Teiggitter ουδ
3. lattice ΧΗΜ, ΦΥΣ:
II. lat·tice [ˈlætɪs, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ modifier
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- latitudinal
- latosol
- latrine
- lats
- latte
- latticed
- latticework
- Latvia
- Latvian
- laud
- laudable