

- Korb
-
- Korb
-
- Korb
-


- osier (chair, table)
- Korb-
-
- Korb-
-
- Korb αρσ <-(e)s, Kör·be>
-
- Korb αρσ <-(e)s, Kör·be>
-
- [Basketball]korb αρσ
-
- Korb αρσ <-(e)s, Kör·be>


- Korb
-
- Korb-Optionsschein
-
- Korb lieferbarer Anleihen
-
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.