στο λεξικό PONS
pil·lar [ˈpɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
ˈpil·lar box ΟΥΣ βρετ
- pillar box
-
-
- pillar
-
- advertising pillar [or βρετ a. column]
-
- concrete pillar
-
- supporting pillar
-
- corner pillar
-
- supporting pillar
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
income pillar ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- income pillar
- Ertragssäule θηλ
-
- income pillar
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.