στο λεξικό PONS
Dun·kel·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
Ein·bruch <-(e)s, -brü·che> [ˈainbrʊx, πλ ainbrʏçə] ΟΥΣ αρσ
1. Einbruch ΝΟΜ (das Einbrechen):
Einbruch ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Schutz <-es, -e> [ʃʊts] ΟΥΣ αρσ
1. Schutz kein πλ (Sicherheit gegen Schaden):
3. Schutz kein πλ (Absicherung):
4. Schutz kein πλ (Beistand):
-
- Dunkelheit θηλ <->
-
- Dunkelheit θηλ <->
-
- Dunkelheit θηλ <->
-
- Dunkelheit θηλ <->
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.