στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
market penetration ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- market penetration (schnelle Erzielung großer Marktanteile mit Hilfe von bestimmten Marketingmethoden (Preis, Qualität))
-
life-insurance penetration ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
level of penetration public transport, ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.