στο λεξικό PONS
Ei·gen·tum <-s> [ˈaign̩tu:m] ΟΥΣ ουδ
1. Eigentum (Gegenstand):
-
- Eigentums-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Eigentum ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Eigentum ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
wirtschaftliches Eigentum phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.