στο λεξικό PONS
chat·tel [ˈtʃætəl, αμερικ ˈtʃæt̬-] ΟΥΣ αμερικ ΝΟΜ
- incorporeal chattels
-
-
- chattels
-
- chattels πλ
-
- chattels
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
chattels ΟΥΣ ΑΚΊΝ
- chattels
-
- chattels
- Mobiliar ουδ
chattel mortgage ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.