στο λεξικό PONS
lien [li:ən, αμερικ li:n] ΟΥΣ ΝΟΜ
- lien
-
blan·ket ˈlien ΟΥΣ αμερικ ΟΙΚΟΝ
lien of ˈrec·ord ΟΥΣ ΝΟΜ
con·tract of ˈlien ΟΥΣ ΝΟΜ
-
- Pfandvertrag αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
mechanic's lien ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- mechanic's lien
-
general lien ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- general lien
-
blanket lien ΟΥΣ ΑΚΊΝ
- blanket lien
-
lien of record ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
right of lien ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Pfandrecht ουδ
contract of lien ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Pfandvertrag αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.