στο λεξικό PONS
-
- contractor
- Generalunternehmer (-un·ter·neh·me·rin)
- general contractor
-
- haulage contractor
-
- haulage contractor
-
- service contractor
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
general contractor ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- general contractor
-
contractor's all risks insurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
contractor
- contractor
-
-
- contractor
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.