στο λεξικό PONS


Auf·trag·neh·mer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Auftragnehmer(in)
- contractor τυπικ
- Auftragnehmer(in) (beauftragte Firma)
-
- Auftragnehmer und Auftraggeber
-


-
- Auftragnehmer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Auftragnehmer und Auftraggeber