στο λεξικό PONS
- etw [vertraglich] abbedingen
-
I. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contract (agreement):
II. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΡΉΜΑ μεταβ
I. con·tract2 [kənˈtrækt] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. con·tract2 [kənˈtrækt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. contract (tense) muscles, metal:
2. contract ΓΛΩΣΣ:
-
- etw verkürzen [o. zusammenziehen]
I. out [aʊt] ΕΠΊΘ
1. out αμετάβλ, κατηγορ:
2. out αμετάβλ, κατηγορ (outside):
3. out αμετάβλ, κατηγορ (on the move):
5. out αμετάβλ, κατηγορ (available):
6. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (existing):
7. out αμετάβλ, κατηγορ (known):
8. out αμετάβλ, κατηγορ:
9. out αμετάβλ, κατηγορ (finished):
10. out αμετάβλ, κατηγορ ΑΘΛ:
11. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
12. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
13. out αμετάβλ, κατηγορ (not possible):
15. out αμετάβλ, κατηγορ (inaccurate):
16. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (in search of):
19. out αμετάβλ, κατηγορ debutante:
II. out [aʊt] ΕΠΊΡΡ
1. out αμετάβλ:
2. out αμετάβλ:
3. out αμετάβλ (away from home, for a social activity):
4. out αμετάβλ:
5. out αμετάβλ (fully, absolutely):
6. out αμετάβλ (aloud):
7. out αμετάβλ (to an end, finished):
8. out αμετάβλ (out of prison):
-
- jdn freilassen
9. out αμετάβλ (unconscious):
10. out αμετάβλ (dislocated):
11. out αμετάβλ (open):
12. out αμετάβλ (outdated):
15. out αμετάβλ (at a distant place):
16. out αμετάβλ (towards a distant place):
III. out [aʊt] ΡΉΜΑ μεταβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
contract ΡΉΜΑ αμετάβ CTRL
contract ΡΉΜΑ μεταβ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
contract ΡΉΜΑ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | contract out |
|---|---|
| you | contract out |
| he/she/it | contracts out |
| we | contract out |
| you | contract out |
| they | contract out |
| I | contracted out |
|---|---|
| you | contracted out |
| he/she/it | contracted out |
| we | contracted out |
| you | contracted out |
| they | contracted out |
| I | have | contracted out |
|---|---|---|
| you | have | contracted out |
| he/she/it | has | contracted out |
| we | have | contracted out |
| you | have | contracted out |
| they | have | contracted out |
| I | had | contracted out |
|---|---|---|
| you | had | contracted out |
| he/she/it | had | contracted out |
| we | had | contracted out |
| you | had | contracted out |
| they | had | contracted out |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.