στο λεξικό PONS
 
  
 I. ver·trag·lich [fɛɐ̯ˈtra:klɪç] ΕΠΊΘ
II. ver·trag·lich [fɛɐ̯ˈtra:klɪç] ΕΠΊΡΡ
ver·träg·lich [fɛɐ̯ˈtrɛ:klɪç] ΕΠΊΘ
2. verträglich (bekömmlich):
-  etw [vertraglich] abbedingen
-  
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 vertraglich ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
 
  
 Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
