στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 contractor [βρετ kənˈtraktə, αμερικ ˈkɑnˌtræktər, kənˈtræktər] ΟΥΣ
1. contractor (business):
2. contractor ΝΟΜ (party):
-  contractor
-  
-  contractor
-  contraente αρσ θηλ
3. contractor ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ (in bridge):
-  contractor
-  dichiarante αρσ
roofing contractor [ˈruːfɪŋkənˌtræktə(r)] ΟΥΣ
-  roofing contractor
-  
 
  
 -  appaltatore (appaltatrice)
-  contractor
-  
-  building contractor
-  
-  contractor
-  
-  contractor
-  
-  contractor
-  
-  contractor
στο λεξικό PONS
 
  
 contractor [ˈkɑ:n·træk·tɚ] ΟΥΣ
-  contractor
-  
building contractor ΟΥΣ
-  building contractor
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
