contractible [βρετ kənˈtraktɪb(ə)l, αμερικ kənˈtræktəbəl], contractile [kənˈtræktaɪl, -tl] ΕΠΊΘ
-
- contractile
- contraibile muscolo
- contractile
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.