στο λεξικό PONS
Ab·si·che·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Absicherung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Absicherung ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Absicherung (finanziell)
-
dynamische Absicherung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- dynamische Absicherung
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
- soziale Absicherung
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.