στο λεξικό PONS
me·chan·ic [mɪˈkænɪk] ΟΥΣ
- mechanic
-
ˈflight me·chan·ic ΟΥΣ
- flight mechanic
-
- Mechaniker(in)
- mechanic
-
- ship's mechanic
-
- aircraft mechanic
-
- aircraft mechanic
-
- ground mechanic
- Automechaniker(in)
- car mechanic
-
- aircraft mechanic
-
- vehicle mechanic
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
mechanic's lien ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈcar me·chan·ic ΟΥΣ
- car mechanic
- Automechaniker αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.