στο λεξικό PONS
I. ˈfree·hold ΟΥΣ
- freehold
-
III. ˈfree·hold ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
- freehold
-
free·hold ˈprop·er·ty ΟΥΣ βρετ ΝΟΜ
- freehold property
- Grundeigentum ουδ
-
- freehold
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
freehold property ΟΥΣ ΑΚΊΝ
- freehold property
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
freehold apartment, condominium αμερικ ΟΥΣ
- freehold apartment
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.