στο λεξικό PONS
Päch·ter(in) <-s, -> [ˈpɛçtɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-
- Pächter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Pächter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
- leaseholder of land
- Pächter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Pächter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
- tenant of leasehold
- Pächter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Pächter(in) αρσ (θηλ)
-
- Pächter(in) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.