στο λεξικό PONS
 
 Be·wirt·schaf·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Bewirtschaftung (das Betreiben):
2. Bewirtschaftung ΓΕΩΡΓ (die Bestellung):
3. Bewirtschaftung ΟΙΚΟΝ, ΠΟΛΙΤ (staatliche Kontrolle):
 
 -  
 -  Bewirtschaftung θηλ <->
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 Bewirtschaftung ΟΥΣ θηλ ΑΚΊΝ
-  Bewirtschaftung (von Immobilien)
 -  
 
-  Bewirtschaftung (von Immobilien)
 -  
 
 
 -  
 -  Bewirtschaftung θηλ
 
-  
 -  Bewirtschaftung θηλ
 
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-  
 -  forstliche Bewirtschaftung
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.