στο λεξικό PONS
De·vi·se <-, -n> [deˈvi:zə] ΟΥΣ θηλ
1. Devise (Motto):
2. Devise πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Eu·ro-De·vi·sen ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Euro-Devisen
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.