στο λεξικό PONS
 
  
 Ein·füh·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Einführung (das Einführen):
2. Einführung (Einleitung):
-  Einführung
-  
 
  
 -  inauguration of era, policy
-  Einführung θηλ <-, -en>
-  
-  Einführung θηλ <-, -en>
-  
-  Einführung θηλ <-, -en>
-  
-  Einführung θηλ <-, -en>
-  
-  Euro-Einführung θηλ
-  
-  [Börsen]einführung θηλ
-  
-  Einführung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
