στο λεξικό PONS
bas·ket of ˈcur·ren·cies ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
cur·ren·cy [ˈkʌrən(t)si, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. currency (money):
ˈbase cur·ren·cy ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
dou·ble ˈcur·ren·cy ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
foreign currencies ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- foreign currencies (ausländische Zahlungsmittel)
-
holdings of currencies ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
representative set of currencies ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
able to cope with two currencies phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
currency outflow [ˈkʌrensiˌaʊtfləʊ]
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
energy currency ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.