στο λεξικό PONS
Ar·beits·zeit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Arbeitszeit (tägliche betriebliche Arbeit):
2. Arbeitszeit (benötigte Zeit):
- unsoziales Verhalten Arbeitszeit
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Arbeitszeit ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Arbeitszeit θηλ
-
- Arbeitszeit θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.