στο λεξικό PONS
ar·beits·wil·lig ΕΠΊΘ
ar·beits·wil·lig ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Arbeitsvermögen
- Arbeitsvertrag
- Arbeitsvertragsrecht
- Arbeitsverwaltung
- Arbeitsverweigerung
- Arbeitswillige Arbeitswilliger
- Arbeitswissenschaften
- Arbeitswoche
- Arbeitswut
- arbeitswütig
- Arbeitszeit