στο λεξικό PONS
 
  
 flex·ible [ˈfleksɪbl̩] ΕΠΊΘ
1. flexible (pliable):
-  flexible
-  
-  flexible body
-  
-  flexible joints, limbs
-  
-  flexible joints, limbs
-  
-  flexible μτφ person
-  nachgiebig a. μειωτ
-  flexible leather
-  
-  flexible material
-  
2. flexible also μτφ (adaptable):
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
implementation of flexible working times phrase ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 flexible pavement ΥΠΟΔΟΜΉ
-  flexible pavement
-  
flexible working hours
flexible progressive system
-  flexible progressive system
-  
 
  
 Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
