nach·gie·big [ˈna:xgi:bɪç] ΕΠΊΘ
1. nachgiebig (leicht nachgebend):
-
- nachgiebig
-
- nachgiebig ειδικ ορολ
-
- nachgiebig
- spongy grass, moss
- nachgiebig
-
- nachgiebig
-
- nachgiebig
-
- nachgiebig a. μειωτ
-
- nachgiebig
-
- nachgiebig
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.