 
  
 soft·ly [ˈsɒftli, αμερικ ˈsɑ:ft-] ΕΠΊΡΡ
1. softly (not hard):
3. softly (dimly):
4. softly (leniently):
-  softly
-  
-  softly
-  
soft·ly-sof·tly ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ βρετ, αυστραλ
-  softly-softly
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 