στο λεξικό PONS
day [deɪ] ΟΥΣ
1. day (24 hours):
2. day ΟΙΚΟΝ (work period):
3. day (not night):
4. day (former time):
5. day no pl (present):
6. day (life):
7. day (special date):
ιδιωτισμοί:
I. night [naɪt] ΟΥΣ
1. night (darkness):
2. night (evening):
fluc·tua·tion [ˌflʌktʃuˈeɪʃən] ΟΥΣ
oxy·gen [ˈɒksɪʤən, αμερικ ˈɑ:k-] ΟΥΣ no pl
day ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
  
  
 fluctuation ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
fluctuation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
day-night oxygen fluctuation ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
day
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- day job
- day laborer
- day labourer
- daylight
- daylight robbery
- day-night oxygen fluctuation
- day nursery
- day off
- day of performance
- day order
- day patient
