στο λεξικό PONS
Schwan·kung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
2. Schwankung (ständige Veränderung):
Schwankung ΟΥΣ
- Schwankung (Veränderung: Stimmung) θηλ
-
-
- hormonelle Schwankung θηλ
-
- Schwankung ουδ <-, -en>
-
- Schwankung θηλ <-, -en>
- wobble μτφ
- Schwankung θηλ <-, -en>
-
- Schwankung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Schwankung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Schwankung (Kursschwankung)
-
-
- Schwankung θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- Schwankung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.