στο λεξικό PONS
Akt1 <-[e]s, -e> [akt] ΟΥΣ αρσ
2. Akt (Handlung):
3. Akt (Aufzug eines Theaterstücks):
- Akt
-
4. Akt (Zirkusnummer):
- Akt
-
6. Akt (Zeremonie):
- Akt
-
- Akt
-
Akt2 <-[e]s, -en> [akt] ΟΥΣ αρσ A (Akte)
- Akt
-
- ein feierlicher Akt
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.